Φαντάσματα

Ήταν κάπου γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα και αφού όλοι είχαν κοιμηθεί, κάθισα μόνος μου στην άκρη της λίμνης και κάπνιζα το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Περίεργη ώρα. Είναι σαν όλα τα φαντάσματα από το παρελθόν μου να παρελάσανε μπροστά μου και ας ήμουνα σε μια ακρολιμνιά στη Φιλανδία.

Δεν ξέρω πως έγινε, όλες οι παλιές αγάπες ήρθαν κι' αυτές που πλήγωσα και αυτές που με πληγώσανε. Πως περάσανε έτσι τα χρόνια; Θυμάμαι σαν να ‘ταν χτες, σημειώματα στο ψυγείο και το παλιό μου μπλουζάκι από συναυλία των Who. Ακόμη στη ντουλάπα τα έχω και ας μη μου χωράει πια. Σαν να περιμένω την Ε. να το φορέσει κι ας έχω αλλάξει τη μοίρα μου, κι ας έχω μια καρδούλα δυο χρονών να ανασαίνει ελαφρά σε ένα μικρό σπιτάκι λίγα μέτρα πίσω μου. Θυμήθηκα και τον Λ., ούτε που ξέρω από που πετάχτηκε κι αυτός. Κάθε φορά που αποφάσιζε να αυτοκτονήσει με έπαιρνε τηλέφωνο και έτρεχα. Και τον εύρισκα με επιδέσμους και αίματα, κάθε φορά το ίδιο σκηνικό και πάντα να βρέχει. Και να καθόμαστε στη βεράντα του σπιτιού του και να πίνουμε ούζο και κει να μου λέει συνέχεια ότι πρέπει να δραπετεύσουμε.

Τον συνάντησα πριν από μερικά χρόνια, υπάλληλος στο δήμο, χωρισμένος για δεύτερη φορά ο Λ. Κάθε Σάββατο βγάζει βόλτα το παιδί από την πρώτη και κάθε Κυριακή το παιδί από τη δεύτερη. Όλη τη βδομάδα δουλεύει δυο δουλείες, ‘για να μην τους λείψει τίποτα και γίνουν σαν και μένα.’ Γαμώτο πάνε πάνω από δέκα χρόνια από τότε, πως περάσανε; ‘μαλάκα καλλιτέχνη τα κατάφερες και τους ξέφυγες ρε!’ έτσι μου φώναξε όταν χωρίσαμε και τώρα στην άκρη της λίμνης κοιτάζοντας τον λευκό ήλιο του μεσονυχτίου σκέφτομαι αν τα κατάφερα και τελικά ποιοι ήταν αυτοί που προσπαθούσαμε τόσο σκληρά να τους δραπετεύσουμε.

Κάποια στιγμή τσακωθήκαμε με τον Λ. Είχαμε φτάσει στις μπουνιές και έτσι μεγαλόσωμοι που ήμασταν κι οι δυο μας το μόνο που καταφέρναμε ήταν να στεκόμαστε ο ένας απέναντι από τον άλλον και να βαράμε γροθιές με σειρά. Μια εγώ μια εκείνος. Και δεν κάναμε και τίποτα να καλυφθούμε η να αποφύγουμε, απλά βαράγαμε με την σειρά μια ο ένας και μια ο άλλος. Κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι είχε μαζευτεί κόσμος γύρω μας και εμείς συνεχίζαμε στον ίδιο ρυθμό. Είχε περάσει πάνω από μισή ώρα και οι δυο μας είχαμε και τα δυο μας μάτια μαυρισμένα και τα χείλια πρησμένα ώσπου ξαφνικά σταματάει ο Λ. και μου λέει, ‘ρε καλλιτέχνη βαρέθηκα, δεν πάμε για κανένα ούζο;’ Και πήγαμε. Και πήγαμε και για ούζο και ύστερα για χαβαλέ στη Σόλωνος. Χέστα, έχω τόσες αναμνήσεις με το Λ. Και δεν ξέρω τι με έπιασε και τον θυμήθηκα τώρα. Την πρώτη του γυναίκα την φλερτάραμε και οι δυο μας. Σαν τρελοί. Μέχρι που ένα βράδυ πήραμε τις μηχανές μας και πήγαμε για βόλτα στη θάλασσα. Εγώ γύρισα μια χαρά, ο Λ. έμεινε στο νοσοκομείο για ένα μήνα λόγω γονάτου. Η Μ. χαρακώθηκε στο πρόσωπο από το σούρσιμο στα χαλίκια. Πέντε πλαστικές δεν καταφέρανε να κάνουν τίποτα και ήταν μόνο είκοσι χρονών. Τώρα παιδεύτηκα να θυμηθώ το όνομα της. Είναι σαν την Ε. που έχει αυτό το παλιό σκίσιμο πάνω από το δεξί της μάτι, τραύμα από όταν ήταν παιδί, της το είχε κάνει ο αδερφός της όταν της πέταξε κάτι. Κάθε φορά που την κοιτούσα μόνο αυτό έβλεπα και είχε το άτιμο μια παράξενη έλξη επάνω μου! Πως ένα παλιό τραύμα με πλάνευε μυστήριο αλλά ποτέ δεν είχα καταφέρει να πάρω τα μάτια μου από πάνω του.

Και ο Λ. παντρεύτηκε την Μ. ένα χρόνο μετά, λίγο την αγαπούσε λίγο οι τύψεις για το ατύχημα την παντρεύτηκε. και να τος τώρα κάθεται δίπλα μου στην ακρολιμνιά στη Φιλανδία, με τον ένα καρπό μπαταρισμένο με ματωμένους επιδέσμους να μυρίζει ούζο ο αέρας. Εγώ από κάποιο παράξενο παιχνίδι της φύσης δεν μεθάω ποτέ όσο και να πίνω. Μια ζωή μπορώ και περπατάω ίσια όσο και να έχω πιει. Κατάρα σκέτη και ανάθεμα. Είναι σαν να μην μπορώ να περάσω απέναντι. Και όλοι φαίνεται να είναι απέναντι και ο Λ. εκεί είναι κι ας μπορώ να μυρίσω ούζο παντού στον αέρα.

Και κάπου εκεί μπερδευτήκαν όλοι, ο Λ. και η Ε. Μέχρι κι ο Κωνσταντάρας ο ηθοποιός ήρθε κι εγώ κοίταζα τον κατάλευκο ήλιο και σκεφτόμουνα, ‘Άσε ρε Λ. πάλι έτοιμος για ταξίδια είμαι.’ ‘τι σε πιάνει ρε καλλιτέχνη’ μουρμούριζε ο Λ. ‘εσύ υποφέρεις κι εμείς ζούμε από τα ταξίδια, άστα βολέψου, καλά είσαι, είσαι και λαβωμένος τώρα τελευταία.’

Αυτό είναι το τελευταίο ποτηράκι ρακί που πίνω Λ. μου το φέραν κάτι φίλοι αλλά θα σου μιλήσω άλλη φορά γι’ αυτούς. Άντε στην υγεία μας, στα ταξίδια που εγώ δεν μπορώ να αποφύγω και στα ταξίδια που εσύ δεν θα κάνεις ποτέ. Άσπρο πάτο!

Να ΄σαι καλά Λ. όπου και να ‘σαι!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Περί Ελληνικής κοινότητας στη Φινλανδία ...ξανά!

Διάλειμμα με χιόνι

Κασσελάκιος ο λόγος