Χωρίς τίτλο ...προς το παρών!
****************
Οι γέροι στην πόλη της Ένγκαν, λένε ότι όταν ο ουρανός γίνεται κόκκινος στο χρώμα του αίματος λίγο πριν σκοτεινιάσει τότε έρχεται ο άνεμος των ψυχών. Κι όταν μετά τον κόκκινο ουρανό έρχεται το σκοτάδι χωρίς φεγγάρι, μαζί του έρχεται και ο άνεμος που ξεκινάει από το λιμάνι και περνάει μέσα από τα πλινθόκτιστα σοκάκια για να καταλήξει με ένα δαιμόνιο ουρλιαχτό πάνω στα τείχη που προστατεύουν την πόλη των ιπποτών και τον βασιλιά. Ο θρύλος λέει ακόμα, διηγούνται οι γέροι, ότι ο άνεμος κουβαλάει στη ράχη του τις ψυχές όλων αυτών που χάθηκαν στη θάλασσα και απελπισμένοι ψάχνουν την επιστροφή. Ακόμα λένε οι γέροι ότι όποιος βρεθεί στο δρόμο τους, οι ψυχές τον παίρνουν μαζί τους και με αυτές τις κουβέντες τρέχουν στα καλύβια τους και αμπαρώνουν πόρτες και παράθυρα μη τους βρει ο άνεμος των ψυχών.
Ο Άτος θυμήθηκε τον θρύλο καθώς έβλεπε τον ουρανό να έχει πάρει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα και την σκιά του να φαίνεται τρομακτική, πελώρια και παραμορφωμένη στους τοίχους των πλινθόκτιστων σπιτιών από τις δυο πλευρές του στενού δρόμου. Είχε ξαναβρεθεί σε αυτά τα σοκάκια πριν από λίγα χρόνια και είχε ακούσει πολλές φορές γέρους και νεώτερους να διηγούνται τον θρύλο και δεν ήταν ότι δεν τον πίστευε αλλά και τι να κάνει, το καταραμένο καράβι που του έφερνε μόλις είχε αράξει στο λιμάνι και μόλις είχε καταφέρει να βγάλει το ζωντανό από το αμπάρι. Και με το σκέφτηκε ζωντανό πήρε μια βαθιά ανάσα και τράβηξε με όση δύναμη του είχε μείνει το χοντρό τεντωμένο σκοινί που κρατούσε και με τα δύο του χέρια.
“Αμ το ταξίδι στη θάλασσα είναι ότι σου έλειπε κι εσένα! Άντε κορίτσι μου, λίγο ακόμα και θα φτάσουμε κάπου να ξεκουραστούμε.” μουρμούρισε σε ότι ήταν αυτό που αντιστεκόταν από την άλλη μεριά του σκοινιού.
“Αυτή η καταραμένη θάλασσα φταίει, αλλά φτάσαμε και γι αυτό ήμαστε πολύ τυχεροί, άκου καράβι! Αυτό ήταν ένα καρυδότσουφλο με πανιά και μάλιστα χιλιομπαλωμένα πανιά!” και τελείωσε αυτό που έλεγε με μια βρισιά και με ένα ακόμα τράβηγμα.
Το σκοινί τώρα φαινόταν να ανεβαίνει και να πλησιάζει η άκρη σε ότι ήταν αυτό που τραβούσε ο Άτος και που πρέπει να ήταν πάνω από τρία ίσως και τέσσερα μέτρα. Μια βαθιά ανάσα ακόμα, και ένα τράβηγμα και από τη γωνιά του δρόμου άρχισε να φαίνεται μια καινούργια σκιά. Μία ξαφνική κίνηση που έπιασε με την άκρη του ματιού του ο Άτος τον έκανε να κοιτάξει πίσω του ταραγμένος, η σκέψη του θρύλου και του ανέμου των ψυχών κρυβόταν κάπου στο βάθος του μυαλού του και όσο προχωρούσε το βράδυ και το κόκκινο του ουρανού γινόταν μαύρο όλο και έβγαινε προς τα έξω.
Ένας άντρας στεκόταν στα σκαλάκια μιας πόρτας και τους παρατηρούσε μην μπορώντας να καταλάβει τι έκανε ένας ξένος τέτοια ώρα μόνος του με ένα σκοινί σε αυτούς τους άθλιους δρόμους. Ο Άτος αναστέναξε με ανακούφιση! Έπρεπε κάπως να βγάλει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του, τώρα έπρεπε να βρει ένα μέρος για να περάσουν τη νύχτα. Όλοι ξέραν ότι οι μεγάλες σιδερένιες πύλες στα τείχη της Ένγκαν κλείνουν πριν το δειλινό και το δειλινό είχε περάσει για τα καλά! Θα μπορούσαν να είχαν μείνει στο καράβι για άλλη μια βραδιά αλλά ο Άτος ήθελε να ακουμπήσει γη, ήθελε να σταματήσει αυτό το συνεχές τραμπάλισμα και ήθελε και το ζωντανό να ηρεμήσει, να φάει και να κοιμηθεί!
Ο Άτος αναστέναξε για άλλη μια φορά και να ξανατράβηξε το σκοινί, αυτή τη φορά ήταν πιο εύκολα και με το δεύτερο τράβηγμα εμφανίστηκε από τη γωνιά το τεράστιο κεφάλι του ζωντανού. Μια πόρτα έκλεισε δυνατά και κοιτάζοντας πίσω του ο Άτος κατάλαβε ότι η Ίλια του είχε τρομάξει τον άντρα που παρακολουθούσε από την πόρτα. Ήταν κι αυτός ο θρύλος που δεν αφήνει ήσυχο κανέναν κάτι βραδιές σαν κι αυτήν. Την ίδια στιγμή που σκεφτόταν το άνθρωπο και τον θρύλο ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό ακούστηκε από την πλευρά της Ίλιας που τώρα είχε εμφανιστεί ολόκληρη στο μικρό σοκάκι.
Για μια στιγμή ένα παράθυρο άνοιξε και στο φως που δραπέτευσε από το δώμα εμφανίστηκε η Ίλια σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια, μια ολόλευκη αρκούδα κοντά στα τέσσερα μέτρα να φτάνει το δεύτερο όροφο των πλινθόκτιστων σπιτιών στα πίσω της πόδια να περπατάει αργά καθώς τα δύο μπροστά της κινούνται συνέχεια σαν να προσπαθούν να κόψουν τον αέρα. Αλλά αυτό που σε έκανε να μαρμαρώσεις ήταν τα μάτια της. Δυο κατακόκκινα ρουμπίνια μέσα στη σκοτεινή νύχτα, τρομακτικά, απόκοσμα. Αυτά είδε και η δύστυχη γυναίκα που μόλις είχε ανοίξει το παράθυρο και με ένα ουρλιαχτό το έκλεισε γρήγορα, ο θρύλος σκέφτηκε ο Άτος και αναστέναξε ξανά.
Το ξαφνικό άνοιγμα και κλείσιμο του παραθύρου και το ουρλιαχτό της γυναίκας τάραξε το ζωντανό και έβγαλε ένα συρτό μούγκρισμα που έκανε όλους όσους ήταν αμπαρωμένοι μέσα στα σπίτια τους στο στενό σοκάκι να ανατριχιάσουν και να δοκιμάσουν γι άλλη μια φορά αν όλες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν καλά κλειδωμένα και ασφαλισμένα. Ο Άτος τράβηξε άλλη μια φορά και η πανύψηλη αρκούδα έκανε μερικά ακόμα βήματα στον πέτρινο σοκάκι, και μια ακόμα φορά και ακόμα λίγα βήματα. Έπρεπε να βρει γρήγορα κάπου να μείνουν το βράδυ, δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει έτσι μέσα στο σκοτάδι, όλο και πιο πολύς κόσμος θα τους άκουγε και όλο και πιο πολλοί θα τρομάζανε και στο τέλος κανένας δεν θα τους ήθελε να μείνουν στη πόλη. Άσε που μπορεί να πέφταν και σε τίποτα τρομαγμένους από το θρύλο σκοπούς και να τους σκοτώνανε.
Λίγα βήματα ακόμα και έφταναν στην επόμενη γωνία και αν θυμόταν καλά κάπου εδώ υπήρχε ένα χάνι. Την τελευταία φορά που είχε έρθει στη Ένγκαν το είχε δει αλλά είχε προτιμήσει να μείνει πιο κοντά στα τείχη. Κάτι δεν του είχε αρέσει σε αυτούς που καθόντουσαν απ' έξω σαν να περίμεναν κάτι, σαν να έλεγχαν τους περαστικούς. Πριν φτάσει στη γωνία και πριν δει το αναμμένο λυχνάρι είχε θυμηθεί και το όνομά του, “Το έβδομο μαχαίρι”
“Το μόνο που μπορώ να σου δώσω είναι άχυρο και την πίσω αυλή! Αλλά να θυμάσαι, αν ακούσω το παραμικρό κι εσύ κι η αρκούδα σου έχετε φύγει και δεν με ενδιαφέρει που θα πάτε!” Το πρόσωπό του έκανε τον Άτος να αηδιάσει, αξύριστα διπλοσάγονα και κατακόκκινη μύτη με λίγες λιγδωμένες τρίχες σε ένα βρώμικο καραφλό κεφάλι και ένα μεγάλο βρώμικο μουστάκι που είχε υπόλοιπα από όσα είχε καταβροχθίσει ο κάτοχός του τα τελευταία δέκα χρόνια.
“Και να μη ξεχνάμε, όχι επειδή είδαμε την ταμπέλα να νομίζουμε ότι θα αλλάξουμε γνώμη!” και λέγοντας ή καλύτερα, φτύνοντας αυτές τις λέξεις τα μικρά ποντικίσια μάτια του δείξανε την βρώμικη ανοιχτή του παλάμη. Ο Άτος με δυσκολία κρατούσε τον εαυτό του. Λίγες ώρες πριν μυρίζοντας τον ίδιο τον εαυτό του είχε καταραστεί τη θάλασσα και το σαπιοκάραβο που τον κρατούσε μακρυά από το καθαρό νερό και είχε ονειρευτεί ένα ζεστό μπάνιο και τώρα βρισκόταν απέναντι από αυτόν τον τύπο που είχε χρόνια να δει νερό στο πρόσωπό του.
Ο Άτος έψαξε προσεκτικά τη δεξιά τσέπη του μέχρι που έπιασε μερικά νομίσματα, τα ψηλάφισε προσεκτικά και κατέληξε στα δύο πιο μικρά, και ύστερα επανέλαβε το ψηλάφισμα για να είναι σίγουρος ότι είχε διαλέξει τα πιο μικρά. Πριν μπει μέσα στο καπηλειό είχε φροντίσει να βάλει μερικά αργυρά νομίσματα στη μια τσέπη και τρία χρυσά στην άλλη ξέροντας ότι το πουγκί του δεν έπρεπε με τίποτα να φανεί σε αυτό το μέρος. Κανονικά αυτή η βραδιά δεν θα έπρεπε να του στοιχίσει περισσότερα από πέντε χάλκινα άντε ένα αργυρό αλλά ας όψεται η καταραμένη θάλασσα. Αναστέναξε και ψηλάφισε για άλλη μια φορά τα νομίσματα για να σιγουρευτεί ότι αυτά που είχε πιάσει ήταν τα μικρότερα και ύστερα έβγαλε το χέρι από τη τσέπη. Τα κοίταξε γρήγορα για να σιγουρευτεί άλλη μια φορά ότι είχε πιάσει τα σωστά και ύστερα κοίταξε την ανοιχτή παλάμη. Μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να ακουμπούσε αυτή τη παλάμη τον έκανε να ρίξει τα δύο νομίσματα πάνω στο πάγκο. Τα ποντικίσια μάτια τον κοίταξαν με μια δόση ειρωνείας και ύστερα άρπαξε τα δύο νομίσματα με μια κίνηση και τα εξαφάνισε κάτω από τον πάγκο.
“Και θα κάνεις το κύκλο, μην τολμήσεις να περάσεις την αρκούδα από τη μπροστά πλευρά, άντε θα πάρω ένα δαυλό και θα σε περιμένω από πίσω, άντε κι έχω και δουλειά!” και λέγοντας αυτά κοίταξε γύρω του τη σάλα. Σε ένα τραπέζι καθόντουσαν δυο σκυμμένοι τύποι, βρώμικοι όπως ο ταβερνιάρης και κάτι κουβέντιαζαν ψιθυριστά και σε ένα άλλο τραπέζι κοντά στη πόρτα καθόταν κάποιος που τον παρατηρούσε. Ο Άτος ξαφνιάστηκε. Από την πρώτη στιγμή που μπήκε μέσα στο καπηλειό είχε νιώσει ότι κάποιος τον παρατηρούσε αλλά τα ποντικίσια μάτια και η βρώμα του ιδιοκτήτη τον κάνανε να το ξεχάσει, αλλά ήταν εκεί! Ήταν εκεί και συνέχιζε να τον παρακολουθεί μισοκρυμμένος στη σκιά της γωνιάς, σκυφτός πάνω στο τραπέζι με τις δυο του παλάμες να κρατάνε σφιχτά την κούπα του. Αυτό όμως που τράβηξε περισσότερο την προσοχή του ήταν ότι ο άγνωστος άντρας τον παρατηρούσε με ένα μόνο μάτι, το άλλο ήταν κρυμμένο κάτω από ένα μαύρο πανί!
“Τον ξέρεις;” ρώτησε ο ταβερνιάρης καθώς διέσχιζε τον πάγκο για να έρθει από την εξωτερική πλευρά, “κι αυτός ξένος είναι σαν του λόγου σου!” αυτό δεν ήταν ερώτηση αλλά δήλωση! Ο Άτος προσπάθησε να μη γελάσει, όλοι οι ξένοι σίγουρα γνωρίζονται! Αλλά την ίδια στιγμή ένα βαρύ μουγκρητό ακούστηκε απ' έξω κάνοντας τον να βιαστεί να βγει έξω από το καπηλειό.
“Αυτά κακομοίρα μου, απόψε θα κοιμηθούμε χωρίς να κουνάει” αυτή τη φορά δεν κατάφερε να κρύψει ένα χαμόγελο. “Μόνο που θα πρέπει να κάνεις ησυχία και να μείνεις και λίγο μόνη σου για να βρω και κάτι να φάμε.” και το ζωντανό κούνησε το κεφάλι του σαν να τον καταλάβαινε.
Ένας ελαφρύς θόρυβος τον έκανε να αναπηδήσει και να κοιτάξει γύρω του, στη φωτισμένη πόρτα του καπηλειού, κρατώντας πάντα και με τα δύο χέρια τη κούπα στεκόταν ο μονόφθαλμος άντρας. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας και με μοναδικό φως το λυχνάρι του καπηλειού ο μονόφθαλμος άντρας του φάνηκε πανύψηλος, όσο ψηλή ήταν και η Ίλια. Προσπάθησε να μη δώσει σημασία και μαζεύοντας το σκοινί και με ήρεμες κουβέντες έκανε την ολόλευκη αρκούδα να σηκωθεί από το χώμα. βλέποντας την να σηκώνεται τεράστια επιβλητική μπροστά του ένιωσε ασφάλεια τόση ώστε να γυρίσει να δει εάν ο άντρας τον παρακολουθούσε ακόμα. Για μεγάλη του έκπληξη ο άντρας δεν είχε αλλάξει θέση. Ξένος είναι, σκέφτηκε ο Άτος, δεν έχει ακούσει ακόμα για τις ιστορίες που λένε οι γέροι. Η Ίλια σαν να είχε καταλάβει ότι είχε έρθει η ώρα για να ξεκουραστούν ή νιώθοντας πολύ κουρασμένη για να αντιστέκεται τον ακολούθησε χωρίς καμία αντίσταση.
Με το που έστριψε την πρώτη γωνιά όπως ακριβώς του είχε πει ο ταβερνιάρης βρέθηκε μπροστά σε ένα δρομάκι που στη μέση το διέσχιζε ένα ρυάκι με βρώμικο νερό και στα δεξιά του μια μεγάλη ξύλινη πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Τόση ώρα έβλεπε τον ταβερνιάρη αλλά τώρα μπορούσε να τον δει ολόκληρο να στέκεται μπροστά στην ανοιχτή πόρτα με μια μικρή δάδα στο χέρι και φαινόταν χοντρός, απίστευτα χοντρός και η μυρωδιά του έφτανε τον Άτος ακόμα και τώρα που ήταν μέτρα μακρυά του. Η δάδα δεν ήταν μικρή παρατήρησε ο Άτος, ο ταβερνιάρης και τα χέρια του ήταν τόσο μεγάλα που ότι και να κράταγε ή στεκόταν δίπλα του φαινόταν μικρό, ακόμα και η Ίλια το μόνο που την έσωνε μπροστά σε αυτό το θηρίο ήταν το ύψος της γιατί ο ταβερνιάρης ήταν τόσο κοντός που ίσα που διέφερε από τους νάνους. Ο Άτος κοντοστάθηκε, ίσως και να ήταν νάνος. Άντε στο τέλος θα άρχιζε να πιστεύει και τις ιστορίες με το άνεμο των ψυχών και με αυτή τη σκέψη τράβηξε την Ίλια και μπήκε μέσα στην αυλή.
“Για δύο χρυσά, εδώ θα κοιμηθείτε!” είπε ο ταβερνιάρης και έδωσε στον Άτος τη δάδα δείχνοντας ένα σωρό από άχυρα. “Ελπίζω η αρκούδα σου να τρώει τα ποντίκια!” φώναξε καθώς έμπαινε από μια μικρή πόρτα στη ταβέρνα γελώντας δυνατά.
Ο Άτος βλαστήμησε κλωτσώντας το άχυρο και περιμένοντας κάτι να πεταχτεί από μέσα ενώ η Ίλια τον παρακολουθούσε ακίνητη. Αφού συνέχισε να κλωτσάει για λίγο το άχυρο προσπαθώντας να σιγουρευτεί ότι τίποτα δεν πεταγόταν από μέσα έκανε νόημα στο ζώο να ξαπλώσει και στήριξε την δάδα σε μια κολόνα. Για να σιγουρευτεί ότι τίποτα δεν θα συμβεί έδεσε και το σκοινί γύρω από τη κολόνα και σκύβοντας άρχισε να ψιθυρίζει κάτι στο αυτί της αρκούδας χαϊδεύοντας μαλακά τη μουσούδα της. Το ζωντανό έμοιαζε να χαλαρώνει όλο και πιο πολύ μέχρι που τα μάτια της κοιτάξανε τον Άτος μισόκλειστα και μετά κλείσανε τελείως, σαν μωρό σκέφτηκε και χαμογέλασε! Ύστερα ξαναέλεγξε το σκοινί και όσο μπορούσε πιο αθόρυβα βγήκε έξω από την αυλή κλείνοντας όσο μπορούσε πιο σιγά την ξύλινη πόρτα.
“Ελπίζω να μην φαντάζεσαι ότι δύο χρυσά θα πληρώσουν ποτό και φαγητό;” αφού τον άφησε να περιμένει για μερικά λεπτά κοιτάζοντας τους δυο που ακόμα ψιθύριζαν σιωπηλά ρίχνοντας γρήγορες ματιές με τα μικρά ποντικίσια μάτια του στον μονόφθαλμο που είχε επιστρέψει στην ίδια θέση κοντά στην έξοδο, μισοκρυμμένος στη σκιά και κρατώντας σφιχτά την κούπα του και με τις δυο χούφτες του. Ο Άτος δεν είχε σκοπό να πει τίποτα, απλά στάθηκε μπροστά στο πάγκο περιμένοντας μέχρι που ο ταβερνιάρης αποφάσισε να του μιλήσει.
“Και δεν χρειάζεται να σου πω ότι εδώ δεν έχουμε φαΐ για αρκούδες αλλά με τόσα ποντίκια εκεί πίσω θα έπρεπε να σου ζητήσω άλλο ένα χρυσό!” ο Άτος δεν γέλασε με το αστείο του ταβερνιάρη, απλά τον κοίταξε. Η αλήθεια ήταν ότι πεινούσε αλλά η όψη του ταβερνιάρη απομάκρυνε κάθε σκέψη φαγητού, ίσως αργότερα να ζήταγε ένα κομμάτι ψωμί για την Ίλια αλλά αυτή τη στιγμή το μόνο που ήθελε ήταν κάτι να πιει.
“Ένα χάλκινο!” και για άλλη μια φορά το νόημα με τα ποντικίσια μάτια και η ανοιχτή χούφτα. Ο Άτος έβγαλε από την τσέπη του προσεκτικά μερικά χάλκινα νομίσματα και άφησε ένα πάνω στο πάγκο δίπλα στην ανοιχτή χούφτα. Ο ταβερνιάρης γελώντας δυνατά γέμισε κρασί από μια καράφα σε μια κούφα και του την έδωσε, “ορίστε άρχοντα!” και συνέχισε να γελάει δυνατά.
Ο 'Άτος θα ήθελε πολύ να κάτσει εκεί που καθόταν ο μονόφθαλμος, δίπλα στη πόρτα στη σκιά αλλά κοίταξε τη σάλα ψάχνοντας ένα τραπέζι που θα του πρόσφερε την ίδια ησυχία. Τώρα όλοι μέσα στη σάλα τον κοίταζαν και είχε προστεθεί και ένα καινούργιο ζευγάρι το ίδιο άπλυτοι και το ίδιο μυστήριοι που πίνανε κρασί.
“Ξένε, έλα να κάτσεις κοντά μου!” ούτε που κατάλαβε τι τον έκανε να πάει κοντά στον μονόφθαλμο, να σπρώξει μια καρέκλα και να κάτσει απέναντί του στο στρογγυλό ξύλινο τραπέζι. “πως σε λένε;” συμπλήρωσε απλώνοντας το χέρι του. Τότε ο Άτος πρόσεξε τη βαθιά ουλή που παραμόρφωνε το πρόσωπό του και περνούσε πάνω από το σκεπασμένο μάτι μέχρι το πηγούνι. Μια βαθιά κόκκινη πληγή που αμέσως τραβούσε το μάτι σου. “Άτος!” ψιθύρισε καθώς καθόταν.
“Χάρηκα που σε γνώρισα Άτος, εγώ είμαι ο Τρουντ ο μονόφθαλμος” συμπλήρωσε χαμογελώντας. “ωραίο ζώο αυτό που έφερες Άτος, φαντάζομαι ήρθες για τις γιορτές του βασιλιά.”
Ο Άτος απλά έγνεψε καταφατικά, τι να πει παραπάνω, μέσα στις επόμενες δύο μέρες η Ένγκαν θα γέμιζε από διασκεδαστές, παλιάτσους και πραματευτές σαν τον Άτος που θα πλημμυρίζαμε την πόλη ελπίζοντας μέσα στη γενικότερη χαρά να βγάλουν μερικά χρυσά για να περάσουν μερικούς μήνες μέχρι την επόμενη γιορτή. Ο Άτος υπολόγιζε ότι κανένας στη πόλη δεν είχε ξαναδεί λευκή αρκούδα και θα κάναν ουρές για να τη δούνε. Καθώς μιλούσε ο μονόφθαλμος άφησε σιγά την κούπα και τεντώνοντας ήρεμα τα δάχτυλά του ακούμπησε τις παλάμες τη μια με την άλλη με τα δάχτυλα τεντωμένα αφήνοντας μια μικρή λάμψη να φανεί με την ένωσή τους, ύστερα από του πουθενά φάνηκε πάνω στο τραπέζι ένα παράξενο σύμβολο σαν να ήταν σκαλισμένο πάνω στο ξύλο και βαμμένο με κίτρινο χρώμα και μετά ...χάθηκε. Ο Άτος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό να παρατηρεί το ξύλινο τραπέζι μη ξέροντας πως να αντιδράσει. Μαγεία, ήταν σίγουρος, το είχε ξαναδεί. Αλλά αυτό που το φόβισε περισσότερο δεν ήταν ότι ο μονόφθαλμος είχε χρησιμοποιήσει μαγεία σε ένα μέρος σαν αυτό το καπηλειό αλλά ότι ήταν σίγουρος ότι το σύμβολο που μόλις είχε εμφανιστεί και εξαφανιστεί μπροστά του στο ξύλινο τραπέζι το ήξερε, το είχε ξαναδεί!
****************
Θα απαντήσω εδώ στα μηνύματα που αφήσατε στο προηγούμενο post για να είμαστε σίγουροι ότι θα τα διαβάσετε. Τα μηνύματά σας τα διαβάζω όπως και όλα τα email και για να πω την αλήθεια το κάθε μήνυμα και το κάθε email μου χαρίζει από ένα χαμόγελο που σας βεβαιώ ότι το κρατάω για πολύ ώρα. Ειδικά τώρα που κάποιους από εσάς σας έχω γνωρίσει ή έχω μιλήσει, μπορώ να βάλω εικόνα στις λέξεις κάτι που κάνει όλα αυτά τα μηνύματα πιο προσωπικά!
***********************
Καλέ μου zouri η ζωή με τη Δάφνη είναι μια μόνιμη περιπέτεια! Penguin_witch, το παλεύω και τη μικρή ναι την απολαμβάνω, και τώρα που έχει μπαίνει στα τέσσερα έχει γίνει απόλαυση. Krot, μη βγάζεις την ουρά σου απ' έξω γιατί ναι ο Γιάννης μας κατέστρεψε με το κομπιούτερ αλλά – αυτό ήθελα να στο πω από το τηλέφωνο αλλά συνέχεια κάτι συμβαίνει – το κόψιμο των μαλλιών ήταν εμπνευσμένο από μία ...φωτογραφία σου!!! Η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι στο προσωπικό της άλμπουμ και συχνά ρωτάει πότε θα έρθετε να παίξετε με την ...barnbie!!! Τrol, είχα κλισέ απάντηση, αλλά ...κάποια στιγμή θα στα πω από κοντά!!! Νερίνα πολλά φιλιά! Τassoula, να δω πότε θα γνωριστούν με τον σβούρα σου!!! Πωλινάκι οι ανιψιές σου είναι καταπληκτικές, στο θέατρο έχουμε πάει και μεις τρεις φορές και της άρεσε πάρα πολύ, απλά τις δύο ήταν άτυχη γιατί την έπιασε ένας άσχημος βήχας – πιθανώς κάποια αλλεργία από τη σκόνη – και χρειάστηκε να φύγουμε. Την τρίτη φορά όλα πήγαν καλά! Πολλά, πολλά φιλιά. Πρέπει να μου γράψεις τι γίνεται με τη δουλειά!!! Αφροδίτη έχω καταλήξει ότι υπάρχει κάποιο manual που το έχουν όλα τα παιδιά και είναι απαγορευμένο για τους γονείς και όλα τα παιδιά το ακολουθούν κατά γράμμα. Αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω πως γίνεται όλα αυτά τα απιδιά να κάνουν τα ίδια πράγματα σε τόσα διαφορετικά σημεία. Καλά, ήσουν παιδί τρόμος!!! μου θύμησες κάτι που μου έλεγε συχνά η γιαγιά μου, κάποια μέρα θα κάνεις παιδιά και θα καταλάβεις!!! ξέρεις πόσες φορές έχω ευχηθεί να ...μην είχα καταλάβει!!! Advocatus_diaboli, αν δεν κάνω λάθος αυτό το μήνα είχες ...κάτι να κάνεις! Γράψε μου πως πήγε!
Σχόλια
Φιλιά Πολλά!
(χε χε χε, ώστε εγώ φταίω ε? αχ, ναι, πρέπει να ξαναρθουμε γμτ! κι εμείς θέλουμε!!)